κατατυγχάνω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatygchano | |Transliteration C=katatygchano | ||
|Beta Code=katatugxa/nw | |Beta Code=katatugxa/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hit one's mark, reach the object of</b>... [<b class="b3">τῆς ἐλπίδος</b>] Demad.6,cf. <span class="bibl">Diocl.Fr.138</span>; τῆς στρατείας <span class="bibl">D.S.13.3</span>; τῆς σπουδῆς <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>3.25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> abs., to [[be lucky]] or [[successful]], opp. | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hit one's mark, reach the object of</b>... [<b class="b3">τῆς ἐλπίδος</b>] Demad.6,cf. <span class="bibl">Diocl.Fr.138</span>; τῆς στρατείας <span class="bibl">D.S.13.3</span>; τῆς σπουδῆς <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>3.25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> abs., to [[be lucky]] or [[successful]], opp. [[ἐξαμαρτάνω]], <span class="bibl">D.18.178</span>; <b class="b3">τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν</b> as to the situation of the city, one must hope [[to be successful]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1330a37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> c. dat., [[fall to the lot of]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> Pass., in abs. sense, τὸ κ. Euryph. ap. Stob.4.39.27. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> to [[be in office at the time]], ὁ κ. ἀρτυτήρ <span class="title">Test.Epict.</span>4.37, cf. <span class="title">IG</span>12(3).249.36 (Anaphe).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:25, 7 July 2020
English (LSJ)
A hit one's mark, reach the object of... [τῆς ἐλπίδος] Demad.6,cf. Diocl.Fr.138; τῆς στρατείας D.S.13.3; τῆς σπουδῆς Ael. NA3.25. 2 abs., to be lucky or successful, opp. ἐξαμαρτάνω, D.18.178; τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν as to the situation of the city, one must hope to be successful, Arist.Pol.1330a37. 3 c. dat., fall to the lot of, Procop.Arc.4. 4 Pass., in abs. sense, τὸ κ. Euryph. ap. Stob.4.39.27. II to be in office at the time, ὁ κ. ἀρτυτήρ Test.Epict.4.37, cf. IG12(3).249.36 (Anaphe).
Greek (Liddell-Scott)
κατατυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι, ἐπιτυγχάνω τὸν σκοπὸν μου, φθάνω εἰς τὸ ἀντικείμενον…, τῆς ἐλπίδος Δημάδ. 179. 12· τῆς στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, ἵνα ἐν τῇ στρατείᾳ ἐπιτύχωσιν, ἀποβῇ εὐτυχὴς ἡ στρατεία, Διόδ. 13. 3· τῆς σπουδῆς Αἰλ. π. Ζ. 3. 25. 2) ἀπολ., εἶμαι ἐπιτυχὴς ἢ εὐτυχὴς («τυχηρός»), ἀντιθ. τῷ ἐξαμαρτάνω. Δημ. 288. 2· τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν, ὡς πρὸς τὴν θέσιν τῆς πόλεως πρέπει νὰ εὔχηταί τις νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς εἰς τοὺς πολίτας, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 1· καὶ μετὰ δοτ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῖς βασιλικοῖς ἱπποστασίοις κ. Προκοπ. Ἱστορ. 644. ΙΙ. ὁ κατατυγχάνων, ὁ κατὰ τύχην ὤν, ὁ ἑκάστοτε, παρ’ Ἀττικοῖς ὁ ἀεί· ὁ κ. ἁρτυτὴρ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448 V. 1. 5, πρβλ. 2477b (προσθῆκ.).
French (Bailly abrégé)
f. κατατεύξομαι, ao.2 κατέτυχον;
parvenir à, obtenir, réussir.
Étymologie: κατά, τυγχάνω.
Greek Monolingual
κατατυγχάνω (AM)
μσν.
συναντώ κάποιον
αρχ.
1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.)
2. είμαι τυχερός («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.)
3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)
4. φρ. «ὁ κατατυγχάνων ἀρτυτήρ» — αυτός που τυχαίνει να είναι αξιωματούχος, ο εκάστοτε αξιωματούχος.
Greek Monotonic
κατατυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, επιτυγχάνω τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τυγχάνω succes hebben.
Russian (Dvoretsky)
κατατυγχάνω: (fut. κατατεύξομαι, aor. 2 κατετυχον) преуспевать, иметь успех (τῆς στρατείας Diod.; τῆς φιλοσοφίας, ταῖς προαγορεύσεσι, ἐν ταῖς θεραπείαις Plut.): τὴν (τῆς πόλεως) θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας Arst. желательно, чтобы положение города было удачно в четырех отношениях.
Middle Liddell
fut. -τεύξομαι
to hit one's mark, to be successful, Dem.