συμποσίαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symposiarchos
|Transliteration C=symposiarchos
|Beta Code=sumposi/arxos
|Beta Code=sumposi/arxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">president of a drinking-party, toastmaster</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.1.30</span>, <span class="bibl">Alex.21</span>, Plu.2.208b, 620f, <span class="title">OGI</span>646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσι-άρχης, ου<b class="b3">, ο</b>, <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. <b class="b3">συμποτικός</b>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">president of a drinking-party, toastmaster</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.1.30</span>, <span class="bibl">Alex.21</span>, Plu.2.208b, 620f, <span class="title">OGI</span>646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσι-άρχης, ου<b class="b3">, ο</b>, <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. [[συμποτικός]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:36, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποσίαρχος Medium diacritics: συμποσίαρχος Low diacritics: συμποσίαρχος Capitals: ΣΥΜΠΟΣΙΑΡΧΟΣ
Transliteration A: symposíarchos Transliteration B: symposiarchos Transliteration C: symposiarchos Beta Code: sumposi/arxos

English (LSJ)

ὁ,

   A president of a drinking-party, toastmaster, X.An.6.1.30, Alex.21, Plu.2.208b, 620f, OGI646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσι-άρχης, ου, ο, Supp.Epigr.7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. συμποτικός.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, auch συμποσιάρχης, der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσίαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ συμποσίαρχος ἦν γὰρ ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως, συμποσιάρχης, ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― ὅθεν συμποσιαρχέω, εἶμαι συμποσίαρχος, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ συμποσιαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ συμποσιάρχου, αὐτόθι 620Α· ― Πρβλ. συμποτικός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
président d’un banquet.
Étymologie: συμπόσιον, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος].

Greek Monotonic

συμποσίαρχος: ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την πρόποση, Λατ. magister bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.

Russian (Dvoretsky)

συμποσίαρχος: ὁ председатель пира, распорядитель попойки Xen., Plut.

Middle Liddell

συμποσί-αρχος, ὁ,
the president of a drinking-party, toastmaster, Lat. magister bibendi, Xen., etc.