μύρισμα: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρισμα''': τό, [[μύρον]], ὡς τὸ [[μύρωμα]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 177.
|lstext='''μύρισμα''': τό, [[μύρον]], ὡς τὸ [[μύρωμα]], Πολυδ. Ζ΄, 177.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρισμα]]) [[μυρίζω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μυρίζω]], το να μυρίζει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οσμή]], ευωδιά, [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> αρωματική [[ουσία]], [[άρωμα]], [[μύρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[άνθος]]<br /><b>2.</b> άσχημη [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυρίσματα</i><br />τα μυρωδικά<br />(μσν. -αρχ.) αρωματική [[αλοιφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[μύρο]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρισμα]]) [[μυρίζω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μυρίζω]], το να μυρίζει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[οσμή]], ευωδιά, [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> αρωματική [[ουσία]], [[άρωμα]], [[μύρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ευωδιαστό [[άνθος]]<br /><b>2.</b> άσχημη [[μυρωδιά]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μυρίσματα</i><br />τα μυρωδικά<br />(μσν. -αρχ.) αρωματική [[αλοιφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[μύρο]].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.