ἀμφιμήτριος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» [[Πολυδ]]. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ [[μετὰ]] τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
|lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ [[μετὰ]] τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμήτριος Medium diacritics: ἀμφιμήτριος Low diacritics: αμφιμήτριος Capitals: ΑΜΦΙΜΗΤΡΙΟΣ
Transliteration A: amphimḗtrios Transliteration B: amphimētrios Transliteration C: amfimitrios Beta Code: a)mfimh/trios

English (LSJ)

ον, (μήτρα)

   A round the womb, concerning it, σημεῖον Hp.Epid.7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.).    2 ἀμφιμήτρια, τά, ship's bilge, = ἐγκοίλια, Artem.4.30, Poll.1.87.    II (μήτηρ) by different mother, Lyc.19.

German (Pape)

[Seite 141] 1) = – μήτωρ, Lyc. 19. – 2) um die Gebärmutter, Hippocr. – 3) τὸ ἀμφιμήτριον, nach Poll. 1, 87 Schiffsboden, od. nach Hesych. die Balken neben dem Kiel des Schiffes, s. Artemid. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμήτριος: -ον, (μήτρα) ὁ πέριξ τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον σημεῖον, οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ ἔδαφος τῆς νεῶς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. (μήτηρ) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.

Spanish (DGE)

-ον
1 relativo a la matriz σημεῖον Gal.19.78, Hsch.
2 de diferente madre κάσις Lyc.19.
3 mar. subst. sentina Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτρα
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτηρ
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.