ἄκομος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκομος''': -ον, ([[κόμη]]) [[ἄνευ]] [[κόμης]], [[φαλακρός]], Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 1. 23: ἐπὶ δένδρων, [[ἄνευ]] φύλλων, | |lstext='''ἄκομος''': -ον, ([[κόμη]]) [[ἄνευ]] [[κόμης]], [[φαλακρός]], Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 1. 23: ἐπὶ δένδρων, [[ἄνευ]] φύλλων, Πολυδ. 1. 236. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (κόμη)
A without hair, bald, Luc.VH1.23; of trees, leafless, Poll.1.236.
German (Pape)
[Seite 76] haarlos, neben φαλακρός Luc. Ver. hist. 1, 23; laublos, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκομος: -ον, (κόμη) ἄνευ κόμης, φαλακρός, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 1. 23: ἐπὶ δένδρων, ἄνευ φύλλων, Πολυδ. 1. 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans chevelure.
Étymologie: ἀ, κόμη.
Spanish (DGE)
-ον
calvo Luc.VH 1.23, c. ac. de rel. ἀ. τὴν κεφαλήν Poll.2.26
•de árboles sin hojas Poll.1.236.
Greek Monolingual
ἄκομος, -ον (Α) κόμη
αυτός που δεν έχει κόμη, ο φαλακρός.
Greek Monotonic
ἄκομος: -ον (κόμη), ο χωρίς μαλλιά, φαλακρός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκομος: безволосый Luc.