ὕσκλος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕσκλος''': ὁ, ἡ [[ἄκρα]] (corrigiae ansulae) σανδαλίου [[ὅπου]] ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν [[πόδα]], Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 80· [[ἐντεῦθεν]] [[ἕπτυσκλος]], [[ἐννέϋσκλος]]· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
|lstext='''ὕσκλος''': ὁ, ἡ [[ἄκρα]] (corrigiae ansulae) σανδαλίου [[ὅπου]] ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν [[πόδα]], Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· [[ἐντεῦθεν]] [[ἕπτυσκλος]], [[ἐννέϋσκλος]]· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ὕσκλος''': ὕσχλος<br />{húsklos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': ‘Vorrichtung ([[ἀγκύλη]], [[βρόχος]]) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. ''PS'', Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον [[ὑπόδημα]] H. (Hermipp. 67).<br />'''Etymology''' : Fremdwort unbekannter Herkunft.<br />'''Page''' 2,974
|ftr='''ὕσκλος''': ὕσχλος<br />{húsklos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': ‘Vorrichtung ([[ἀγκύλη]], [[βρόχος]]) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. ''PS'', Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον [[ὑπόδημα]] H. (Hermipp. 67).<br />'''Etymology''' : Fremdwort unbekannter Herkunft.<br />'''Page''' 2,974
}}
}}

Revision as of 21:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσκλος Medium diacritics: ὕσκλος Low diacritics: ύσκλος Capitals: ΥΣΚΛΟΣ
Transliteration A: hýsklos Transliteration B: hysklos Transliteration C: ysklos Beta Code: u(/sklos

English (LSJ)

ὁ,

   A the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B . . hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.

Frisk Etymology German

ὕσκλος: ὕσχλος
{húsklos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Vorrichtung (ἀγκύλη, βρόχος) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. PS, Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον ὑπόδημα H. (Hermipp. 67).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft.
Page 2,974