ληκίνδα: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=likinda | |Transliteration C=likinda | ||
|Beta Code=lhki/nda | |Beta Code=lhki/nda | ||
|Definition= | |Definition=[[παίζειν]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[beat time]], [[tattoo]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>8</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>152.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 8 July 2020
English (LSJ)
A beat time, tattoo, Luc.Lex.8, A.D.Adv.152.11.
German (Pape)
[Seite 39] παίζειν, ein unbekanntes Spiel, mit Geräusch, Luc. Lexiph. 8; B. A. 562, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ληκίνδα: παίζειν, παίζω μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18.
Greek Monolingual
ληκίνδα (Α)
φρ. «ληκίνδα παίζειν» — παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ-του ληκάω + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτ-ίνδα). Ο τ. πιθ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέ-ληκ-α, παρακμ. του λάσκω)].
Russian (Dvoretsky)
ληκίνδα: adv. прищелкивая: λ. παίζειν Luc. отбивать такт.