Κυδώνιος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kydonios | |Transliteration C=Kydonios | ||
|Beta Code=*kudw/nios | |Beta Code=*kudw/nios | ||
|Definition=α, ον, (Κυδωνία) <span class="title">Cydonian</span>, [[μᾶλα]] <span class="sense" | |Definition=α, ον, (Κυδωνία) <span class="title">Cydonian</span>, [[μᾶλα]] <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[quinces]], <span class="bibl">Stesich.29</span>, cf. <span class="bibl">Alcm.143</span>, <span class="bibl">Canthar.6</span>, <span class="bibl">Phylarch.10</span> J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; <b class="b3">κυδώνια, τά</b>, Dsc.1.115. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[swelling like a quince]], <b class="b3">κυδώνια τιτθία</b>, of a young girl's breasts, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1199</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον</b> (cf. [[κύδος]]), Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:40, 10 December 2020
English (LSJ)
α, ον, (Κυδωνία) Cydonian, μᾶλα A quinces, Stesich.29, cf. Alcm.143, Canthar.6, Phylarch.10 J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; κυδώνια, τά, Dsc.1.115. II metaph., swelling like a quince, κυδώνια τιτθία, of a young girl's breasts, Ar.Ach.1199. 2 κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον (cf. κύδος), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠδώνιος: -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· μῆλον Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. μῆλον Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, στρογγύλος, γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. κυδωνιάω.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Kydonia ; ἡ Κυδωνία μηλίς, ἡ Κυδωνία μηλέα, ou simpl. ἡ Κυδωνία cognassier, arbre ; τὸ Κυδώνιον μῆλον, ou simpl. τὸ κυδώνιον, coing, fruit.
Étymologie: Κύδωνες.
Greek Monolingual
Κυδώνιος, -ία, -ον (Α) Κυδωνιά
αυτός που ανήκει στην Κυδωνία.
Greek Monotonic
Κῠδώνιος: -α, -ον (Κύδων),
I. Κυδωνικός· μῆλον κ., κυδώνι, σε Στησιχ. κ.λπ.
II. μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν κυδώνι, στρογγυλός και παχουλός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κῠδώνιος: кидонийский: Κυδώνιον μῆλον Plut. айва.
Middle Liddell
Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]
I. Cydonian: μῆλον Κ. a quince, Stesich., etc.
II. metaph. swelling like a quince, round and plump, Ar.