κρημνώδης: Difference between revisions
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krimnodis | |Transliteration C=krimnodis | ||
|Beta Code=krhmnw/dhs | |Beta Code=krhmnw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense" | |Definition=ες, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[precipitous]], <span class="bibl">Th.7.84</span>, Dsc.4.144, <span class="bibl">Onos.10.17</span>, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>31</span>: Sup., <span class="bibl">Hdn.6.5.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:45, 11 December 2020
English (LSJ)
ες, A precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].
Greek Monotonic
κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κρημνώδης: крутой, обрывистый (τὰ θάτερα τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα νῆσος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρημνώδης -ες [κρημνός] steil.
Middle Liddell
κρημν-ώδης, ες εἶδος
precipitous, Thuc.