μεγαλοφυής: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalofyis | |Transliteration C=megalofyis | ||
|Beta Code=megalofuh/s | |Beta Code=megalofuh/s | ||
|Definition=ές, (φυή) <span class="sense" | |Definition=ές, (φυή) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of noble nature]], ἄνδρα -έστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον <span class="bibl">Plb.12.23.5</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>54</span> (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.12</span>, cf. <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.23.15</span>; μ. ἤθη καὶ πάθη <span class="bibl">D.H.<span class="title">Vett.Cens.</span>2.11</span>; <b class="b3">ἡ μ. αὐθεντία σου</b>, as a title, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>126.3</span> <span class="title">Ep.</span> Adv. -φῠῶς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.17.19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[endowed with genius]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.28 S., <span class="bibl">D.L.1.38</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>. [[lofty genius]], Longin.9.1; τὸ-έστατον Id.34.4. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[large]], [[ἀμφίβια]] (in the Nile), <span class="bibl">Str.15.1.22</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -[[φυῶς]] in bad sense, [[with exaggeration]], <span class="bibl">Cleom.2.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, (φυή) A of noble nature, ἄνδρα -έστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5, cf. Dam.Pr.54 (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12, cf. Arr. Epict.3.23.15; μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11; ἡ μ. αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. -φῠῶς Arr.Epict.2.17.19. 2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μ. lofty genius, Longin.9.1; τὸ-έστατον Id.34.4. 3 large, ἀμφίβια (in the Nile), Str.15.1.22. II Adv. -φυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.
German (Pape)
[Seite 108] ές, großer, edler Natur, von großen natürlichen Anlagen, S. Emp. pyrrh. 1, 12; μεγαλοφυέστερος ἢ κατ' ἄνθρωπον Pol. 12, 23, 5.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφυής: -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. κρίσις 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.
Greek Monolingual
-ές (ΑM μεγαλοφυής, -ές)
1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και του οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής καλλιτέχνης» β. «μεγαλοφυής εφευρέτης»)
2. (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές δημιούργημα» β. «μεγαλοφυά ήθη καί πάθη», Διον. Αλικ.)
μσν.-αρχ.
λεγόταν ως τιμητική προσφώνηση («ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου», Ιουστιν.)
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλο ανάστημα, μεγαλόσωμος, σωματώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλοφυές
μεγάλη, έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό πνεύμα.
επίρρ...
μεγαλοφυώς (Α μεγαλοφυῶς)
με τρόπο μεγαλοφυή
αρχ.
(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. αυτο-φυής, ευ-φυής].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοφυής:
1) благородный, возвышенный Polyb., Sext.;
2) высокоодаренный Diog. L.