προβούλευμα: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provoylevma | |Transliteration C=provoylevma | ||
|Beta Code=probou/leuma | |Beta Code=probou/leuma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[preliminary decree of the senate]], to be laid before the Ecclesia, <span class="bibl">Eup.73</span> (dub.), <span class="bibl">D.18.9</span>, <span class="bibl">24.11</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.125</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = Lat. [[senatusconsultum]], <span class="bibl">D.H.6.67</span>, <span class="bibl">7.38</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A preliminary decree of the senate, to be laid before the Ecclesia, Eup.73 (dub.), D.18.9, 24.11, Aeschin.3.125. II = Lat. senatusconsultum, D.H.6.67, 7.38.
German (Pape)
[Seite 712] τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem βούλευμα wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προβούλευμα: τό, ἐν Ἀθήναις προκαταρκτικὴ ἀπόφασις ἢ διάταξις τῆς βουλῆς ἢ σχέδιον νόμου, ἢ ἀποφάσεως, ὅπερ καθίστατο βούλευμα ἐὰν ἐψηφίζετο ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, Δημ. 228. 27., 703. 17, Αἰσχίν. 71. 22· ἐπέτειον πρ. Δημ. 651. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 64, 20 Blass. ― Κατὰ Φώτ.: «προβουλεύματα: τὰ τῆς βουλῆς περὶ τῶν ψηφισμάτων βουλεύματα· ἃ πρὸ τοῦ δήμου ἐβούλευεν· τὰ γὰρ ψηφίσματα πρῶτον μὲν εἰσίετο εἰς τὴν βουλήν· εἶτα δεξαμένης εἰσεφέρετο εἰς τὸν δῆμον, ἤδη προκυρωθέντα καὶ προβουλευθέντα· εἰ δὲ μὴ ἐδέξατο ἡ βουλή, οὐδ’ εἰς τὸν δῆμον εἰσεφέρετο· ἀλλὰ παρανομῶν ὁ εἰσάγων ἡλίσκετο· μετὰ μέντοι καὶ τὸν δῆμον χειροτονῆσαι κύρια ἦν τὰ προβουλεύματα, εἰ μή τις ἐγράψατο»· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιολ. ΙΙ. ὡς ἀπόδοσις τοῦ Ρωμαϊκοῦ senatusconsultum, Διον. Ἁλ. 6. 67., 7. 38.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
décret proposé par le Conseil des Cinq-cents à la ratification du peuple, à Athènes.
Étymologie: προβουλεύω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ προβουλεύω
(στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση της εκκλησίας του δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση
νεοελλ.
(κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.) ενέργεια του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απέρριπτε ως αβάσιμη μια μήνυση
αρχ.
(στους Ρωμαίους) απόφαση της συγκλήτου.
Greek Monotonic
προβούλευμα: -ατος, τό, στην Αθήνα, η προκαταρκτική απόφαση της βουλής, σε Δημ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
προβούλευμα: ατος τό (в Афинах) постановление совета пятисот - βουλή (до его утверждения в ἐκκλησία) Dem., Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβούλευμα -ατος, τό [προβουλεύω] voorlopig besluit, advies (van de Raad in Athene); Dem. 18.9; officieel besluit:; λειτουργίαν ἐκ προβουλεύματος een dienst verleend op grond van een publiek besluit Plut. Tim. 39.3; senatusconsultum (in Rome). Plut. Cor. 29.4.
Middle Liddell
προβούλευμα, ατος, τό,
at Athens, a preliminary order of the senate, Dem., Aeschin.
English (Woodhouse)
preliminary decree, proposal of the Senate before ratification by the Assembly, resolution of the senate, resolution of the Senate, measure proposed by the Senate