σταθμητός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stathmitos | |Transliteration C=stathmitos | ||
|Beta Code=staqmhto/s | |Beta Code=staqmhto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> to [[be measured]], <b class="b3">ἐμοὶ οὐδὲν σ</b>. 'I am nothing to judge by', <span class="bibl">Pl. <span class="title">Chrm.</span>154b</span>, cf. <span class="bibl">Poll.4.93</span>; <b class="b3">οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ</b>. Arr.<b class="b2">Peripl.M. Eux</b>.8, cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>166</span> J.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.
German (Pape)
[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).
Greek Monotonic
σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σταθμητός: [adj. verb. к σταθμάω измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.