στομφάζω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stomfazo | |Transliteration C=stomfazo | ||
|Beta Code=stomfa/zw | |Beta Code=stomfa/zw | ||
|Definition=(στόμφος) <span class="sense" | |Definition=(στόμφος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[mouth]], [[rant]], [[vaunt]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>721</span> (anap.), <span class="title">Com.Adesp.</span>1011. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[speak a broad dialect]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> = [[αἱμωδιάω]], Jo.Sic. in <span class="bibl">Rh.6.225</span> W.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:58, 11 December 2020
English (LSJ)
(στόμφος) A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011. 2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6. 3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.
German (Pape)
[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.
Greek (Liddell-Scott)
στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.
Greek Monolingual
ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.
Greek Monotonic
στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.
Russian (Dvoretsky)
στομφάζω: напыщенно говорить Arph.