συναρμογή: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synarmogi | |Transliteration C=synarmogi | ||
|Beta Code=sunarmogh/ | |Beta Code=sunarmogh/ | ||
|Definition=Dor. -γά, ἡ, <span class="sense" | |Definition=Dor. -γά, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[combination]], <span class="bibl">Ti.Locr.95b</span>, Diotog. ap. Stob.4.7.62, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>32</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[wedlock]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>182</span>, Vett. Val.<span class="bibl">38.1</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[musical combination]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>25.114</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:50, 11 December 2020
English (LSJ)
Dor. -γά, ἡ, A combination, Ti.Locr.95b, Diotog. ap. Stob.4.7.62, Plu.Aem.32, etc. 2 wedlock, Ptol.Tetr.182, Vett. Val.38.1, al. 3 musical combination, Iamb.VP25.114.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, Zusammenfügung, ἀδιάλυτος Tim. Locr. 95 b. In der Tonkunst = Harmonie.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμογή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνάφεια, τὰ καττὰν ἀρίσταν ἀναλογίαν συντιθέντα ἐν ἰσοδυναμίᾳ… μένει συναρμογᾷ ἀδιαλύτῳ κατὰ λόγον ἄριστον Τίμ. Λοκρ. 95Β, Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 7, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
accord parfait, harmonie complète.
Étymologie: συναρμόζω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναρμογά Α συναρμόζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συναρμόζω, η ακριβής και αρμονική σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή μερών
νεοελλ.
1. συνεκδ. στερεά εφαρμογή, στερέωση
2. τεχνολ. ενέργεια ή τρόπος σύνδεσης διαφόρων εξαρτημάτων ύστερα από προηγούμενη προσαρμογή τών περιοχών επαφής τους, με σκοπό τον σχηματισμό στερεού συνόλου, αλλ. συναρμολόγηση, συνάρμοση
3. φρ. α) «συναρμογή με επικάλυψη» τεχνολ. (σχετικά με μέλη μεταλλικών κατασκευών από μορφοσίδηρο) συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα, ως ενδιάμεσο συνδετικό στοιχείο, εφάπτονται σε ένα μέρος της επιφάνειάς τους
β) «συναρμογή με αμφιδέτηση»
τεχνολ. συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα εφάπτονται κατά πρόσωπο και ο αρμός τους καλύπτεται από ένα ή δύο ηλωμένα τεμάχια ελάσματος
αρχ.
1. ο γάμος
2. η συζυγία τών αστέρων
3. συνένωση («οἱ Πυθαγορικοὶ... τὴν μουσικήν φασιν ἐναντίων συναρμογήν», Ιάμβλ.).
Russian (Dvoretsky)
συναρμογή: ἡ сочетание, соединение, связь Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμογή -ῆς, ἡ [συναρμόζω] samenvoeging, assemblage.