συνθεσία: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthesia
|Transliteration C=synthesia
|Beta Code=sunqesi/a
|Beta Code=sunqesi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in pl., [[covenant]], [[treaty]], <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], Gloss.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in pl., [[covenant]], [[treaty]], <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεσία Medium diacritics: συνθεσία Low diacritics: συνθεσία Capitals: ΣΥΝΘΕΣΙΑ
Transliteration A: synthesía Transliteration B: synthesia Transliteration C: synthesia Beta Code: sunqesi/a

English (LSJ)

ἡ,    A = σύνθεσις 111, mostly in pl., covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι . .; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.).    2 οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319.    II Medic., = continuatio, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1) соглашение, условие или обет Hom.;
2) указание, наставление Hom.

Middle Liddell

συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in pl., like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.