ἀσπούδαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aspoydastos
|Transliteration C=aspoydastos
|Beta Code=a)spou/dastos
|Beta Code=a)spou/dastos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not zealously pursued]] or [[courted]], γυνή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 501</span>; <b class="b3">ἀσπούδαστα, τά,</b> [[matters of no interest]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[not to be sought for]], [[mischievous]], σπεύδειν ἀσπούδαστα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>913</span>, <span class="bibl"><span class="title">IT</span> 202</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[not in earnest]], <b class="b3">τὸ ἀ</b>. [[want of earnestness]], περί τι <span class="bibl">D.H. 5.72</span>. Adv. -τως [[carelessly]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>187.3</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not zealously pursued]] or [[courted]], γυνή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 501</span>; <b class="b3">ἀσπούδαστα, τά,</b> [[matters of no interest]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[not to be sought for]], [[mischievous]], σπεύδειν ἀσπούδαστα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>913</span>, <span class="bibl"><span class="title">IT</span> 202</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[not in earnest]], <b class="b3">τὸ ἀ</b>. [[want of earnestness]], περί τι <span class="bibl">D.H. 5.72</span>. Adv. -τως [[carelessly]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>187.3</span> (iii A. D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπούδαστος Medium diacritics: ἀσπούδαστος Low diacritics: ασπούδαστος Capitals: ΑΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aspoúdastos Transliteration B: aspoudastos Transliteration C: aspoydastos Beta Code: a)spou/dastos

English (LSJ)

ον,    A not zealously pursued or courted, γυνή E.Fr. 501; ἀσπούδαστα, τά, matters of no interest, Hp.Ep.17.    2 not to be sought for, mischievous, σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, IT 202.    II Act., not in earnest, τὸ ἀ. want of earnestness, περί τι D.H. 5.72. Adv. -τως carelessly, Ael.NA10.30, PFlor.187.3 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 374] nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν ἀρχήν, das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπούδαστος: -ον, ὁ μὴ μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ζητούμενος, γάμους δ’ ὅσοι σπεύδουσι μὴ πεπρωμένους, μάτην πονοῦσιν· ἡ δὲ τὸ χρεὼν πόσει μένουσα, κἀσπούδαστος ἦλθεν εἰς δόμους ἐκ τῆς Εὐρ. Μελανίππης παρὰ Στοβ. 425, 22 (Εὐρ. Ἀποσπ. 503). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ζητῇ, ἐπιβλαβής, σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ’ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντα τ’ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω Εὐρ. Βάκχ. 713, Ι. Τ. 202· ἀνάξιος σπουδῇς. ὅσῃ σπουδῇ περὶ ἀσπούδαστα φιλοτιμούμενοι πάντες ἄνθρωποι τὸν βίον ἀναλίσκουσιν Ἱπποκρ. Ἐπιστ. 128, 39. ― Ἐπίρρ. ἀσπουδάστως Αἰλ. π. Ζ. 10. 30. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀσπούδαστον αὐτοῦ (τοῦ Λαρκίου) περὶ τὴν ἀρχὴν πονηρὸν εἶναι τῷ κοινῷ λέγοντες, ἡ ἀδιαφορία, τὸ ἀπρόθυμον αὐτοῦ εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον ἀξίωμα, Διον. Ἁλ. βιβλ. 5. 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non digne d’empressement, méprisable.
Étymologie: ἀ, σπουδάζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no pretendido, no cortejado (γυνή) E.Fr.501.
2 que no es digno de ser pretendido σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, E.IT 202, τὰ ἀσπούδαστα cosas que no merecen la pena Hp.Ep.17 (p.358).
3 que no muestra interés o diligencia τὸ ἀσπούδαστον falta de diligencia περὶ τὴν ἀρχήν D.H.5.72, cf. PIFAO 2.17.3 (III d.C.).
II adv. -ως sin cuidado, sin diligencia τοῖς δὲ ἀ. ἑφθοῖς πάνυ ἄχθεται Ael.NA 10.30, cf. PFlor.187.3 (III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσπούδαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος
2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα
αρχ.
1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο
2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο επιβλαβής
3. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) τὸ ἀσπούδαστον
η αδιαφορία για κάτι
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀσπούδαστα
αυτά που δεν είναι άξια σπουδής, τα χωρίς ενδιαφέρον.

Greek Monotonic

ἀσπούδαστος: -ον (σπουδάζω), αυτός που δεν αναζητά με ζήλο κάτι, αυτός που δεν αξίζει να τον ζητά κανείς, επιβλαβής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπούδαστος:
1) не заслуживающий стараний, не стоящий внимания (ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur.);
2) оставленный без внимания, находящийся в пренебрежении или брошенный (sc. γυνή Eur.).

Middle Liddell

σπουδάζω
not to be zealously pursued, not worth pursuing, Eur.