ἐξαγγελία: Difference between revisions
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksaggelia | |Transliteration C=eksaggelia | ||
|Beta Code=e)caggeli/a | |Beta Code=e)caggeli/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[secret information sent out]] to the enemy, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.23</span>(pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[expression]], of style, <span class="bibl">Longin.<span class="title">Rh.</span>p.186H.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:45, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A secret information sent out to the enemy, X.Cyr.2.4.23(pl.). II expression, of style, Longin.Rh.p.186H.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγγελία: ἡ, τὸ ἐξαγγέλειν, ἐπὶ κατασκόπων ἐν καιρῷ πολέμου, τοὺς μὲν ἂν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν Ξεν. Κύρ. 2. 4. 23. ΙΙ. = ἀπαγγελία, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖνος ἐν Ἀποσπ. 8. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐξομολογήσεως = ἐξαγόρευσις, Σωφρόνιος 3365Α, Στουδ. 1712Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
avis secret envoyé (à l’ennemi).
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1revelación de información estratégica, c. gen. κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν X.Cyr.2.4.23.
2 confesión del pecado ἐξαγγελίαν τινὸς πρὸς ἕτερον ἀποκαλύπτων revelando a otro la confesión de algo Ephr.Syr.3.406B.
3 anuncio, noticia τοῦ ναυτικοῦ πταίσματος Arr.An.1.18.8, λατρείας Cyr.Al.Luc.2.39.23.
II ret. expresión, modo o forma de expresión ὅταν μὴ τραχείᾳ χρώμεθα τῇ ἐξαγγελίᾳ Men.Rh.389, cf. Longin.Rh.180.
Greek Monolingual
η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.
Greek Monotonic
ἐξαγγελία: ἡ, πληροφορία που δίνεται στον εχθρό (κατασκοπεία), σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαγγελία: ἡ весть, извещение: κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν Xen. воспрепятствовать передаче сообщений (противнику).
Middle Liddell
ἐξαγγελία, ἡ, n
information sent out to the enemy, Xen.