ἐχέμυθος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echemythos
|Transliteration C=echemythos
|Beta Code=e)xe/muqos
|Beta Code=e)xe/muqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[taciturn]], in Sup., Suid.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[taciturn]], in Sup., Suid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:10, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέμῡθος Medium diacritics: ἐχέμυθος Low diacritics: εχέμυθος Capitals: ΕΧΕΜΥΘΟΣ
Transliteration A: echémythos Transliteration B: echemythos Transliteration C: echemythos Beta Code: e)xe/muqos

English (LSJ)

ον,    A taciturn, in Sup., Suid.

German (Pape)

[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].

Greek Monotonic

ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.

Middle Liddell

ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.