ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isopedos
|Transliteration C=isopedos
|Beta Code=i)so/pedos
|Beta Code=i)so/pedos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of even surface]], [[level]], ἐξ ἰ. χωρίου <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hipp.</span>4</span>; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; <b class="b3">ἰ. χρώματα</b> [[flat in appearance]], opp. [[κοῖλα]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. dat., [[level]] or [[even with]], χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον <span class="bibl">Hdt.4.201</span>, cf. <span class="bibl">D.S. 19.94</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>10</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of even surface]], [[level]], ἐξ ἰ. χωρίου <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hipp.</span>4</span>; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; <b class="b3">ἰ. χρώματα</b> [[flat in appearance]], opp. [[κοῖλα]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. dat., [[level]] or [[even with]], χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον <span class="bibl">Hdt.4.201</span>, cf. <span class="bibl">D.S. 19.94</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:30, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπεδος Medium diacritics: ἰσόπεδος Low diacritics: ισόπεδος Capitals: ΙΣΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: isópedos Transliteration B: isopedos Transliteration C: isopedos Beta Code: i)so/pedos

English (LSJ)

ον,    A of even surface, level, ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11, cf. Luc.Hipp.4; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49.    2 c. dat., level or even with, χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.

German (Pape)

[Seite 1265] dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῦν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπεδος: -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, ἐπίπεδος, ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) μετὰ δοτ., ἐπίπεδοςἴσος πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.
Étymologie: ἴσος, πέδον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

ἰσόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, επίπεδος· με δοτ., επίπεδος ή ίσος με κάποιον, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπεδος: находящийся вровень, на одном уровне (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. сравнять насыпь с остальной землей.

Middle Liddell

ἰσό-πεδος, ον πέδον
of even surface, level or even with, c. dat., Hdt.