ῥοΐσκος: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roiskos | |Transliteration C=roiskos | ||
|Beta Code=r(oi/+skos | |Beta Code=r(oi/+skos | ||
|Definition=(A), ὁ, Dim. of [[ῥόα]], <span class="sense" | |Definition=(A), ὁ, Dim. of [[ῥόα]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[small pomegranate]]: hence, [[knob]] or [[tassel shaped like a pomegranate]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>28.29(33)</span>, al., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.7.4</span>.</span><br /><span class="bld">ῥοΐσκος</span> (B), ὁ, Dim. of [[ῥοή]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[rivulet]], [[brook]], IG14.352 i 16, al. (Halaesa).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:39, 13 December 2020
English (LSJ)
(A), ὁ, Dim. of ῥόα, A small pomegranate: hence, knob or tassel shaped like a pomegranate, LXX Ex.28.29(33), al., J.AJ3.7.4.
ῥοΐσκος (B), ὁ, Dim. of ῥοή, A rivulet, brook, IG14.352 i 16, al. (Halaesa).
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, dim. von ῥόος, kleiner Fluß, Bächlein, kleiner Wassergraben, Inscr. ὁ, dim. von ῥόα, eine kleine Granate, auch eine Bommel, Troddel. von Gestalt einer Granate, die als Zierrath getragen wurde, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοΐσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ῥόα, μικρὰ ῥοιά, ὡσαύτως κόμπος κοσμητικὸς ἢ κροσσὸς ἔχων τὸ χρῶμα ῥοϊδίου. Λύκων παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, Ἑβδ (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 343. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ῥοΐσκοι, κόμποι χρυσοΰφαντοι, ὅμοιοι ῥοιαῖς, εἰς κόσμον δὲ ὄντες τῆς τοῦ ἱερέως στολῆς».
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥοΐσκος, ΝΜΑ
1. μικρό ρόδι
2. κουμπί ή θύσανος, με σχήμα ή με χρώμα ρόιδου, κόσμημα τών ιερατικών στολών, κυρίως στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. καλαμ-ίσκος). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (πρβλ. roiko)].
(II)
ὁ, Α ῥόος / ῥοή]
μικρό ρυάκι.
Russian (Dvoretsky)
ῥοΐσκος: ὁ [demin. к ῥοιά помпон (украшение на платье) Diog. L.