βούλλα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voylla | |Transliteration C=voylla | ||
|Beta Code=bou/lla | |Beta Code=bou/lla | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tin]], PHolm.2.4, <span class="title">PLeid.X.</span>6.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:35, 29 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A tin, PHolm.2.4, PLeid.X.6.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Grafía: en edd. frec. acent. βοῦλλ-
1 estaño, PHolm.7, PLeid.X.6, Hippiatr.Paris.1026.
2 figura, sello ἀπάνω τοῦ (χαρτός) γράφεται ἡ β. Cat.Cod.Astr.10.85, cf. SB 9749.5 (VII d.C.), 7240.22 (VII/VIII d.C.), PLond.1363.10 (VIII d.C.).
Greek Monolingual
η (Μ βούλλα)
1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα
2. το αποτύπωμα της σφραγίδας
3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική βούλλα»)
4. ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια
νεοελλ.
1. κηλίδα, στίγμα ηθικό
2. διορισμός ή γραπτή άδεια με τη σφραγίδα αυτού που τα έχει εκδώσει
3. φρ. α) «κάνε βούλλα» — μην το ξεχάσεις
β) «καρπούζι...» ή «πεπόνι με τη βούλλα» — εκείνο από το οποίο έχει κοπεί τριγωνικό κομμάτι για δοκιμή
μσν.
1. σφαιρικό ή ομφαλωτό κόσμημα των Ρωμαίων
2. σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bulla (-ae) «φυσαλλίδα
ομφαλωτό κόσμημα θυρών και ζωνών»].