άντρο: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄντρον]])<br />[[σπήλαιο]] που χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής ανθρώπων, ζώων ή [[νυμφών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καταφύγιο]] ή [[ορμητήριο]] κακοποιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσωτερικός]] [[θάλαμος]], [[δωμάτιο]], [[αποθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. <i>ayr</i> «[[σπηλιά]]». Το λατ. <i>antrum</i> αποτελεί αναμφίβολα λόγιο [[δάνειο]] από την ελλ. λ. <i>άντρον</i>. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. <i>άντρον</i> με τη [[σημασία]] «[[τόπος]] απ' όπου εξέρχονται αναθυμιάσεις» συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] <i>an</i> - «[[αναπνέω]]». Πρβλ. <b>ελλ.</b> [[άνεμος]], <b>αρχ. ινδ.</b> <i>aniti</i>, <b>γοτθ.</b> <i>uz</i>-<i>anan</i>, (αόρ. <i>uz</i><i>ō</i><i>n</i>) «[[εκπνέω]], [[εκφυσώ]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντραίος]], [[άντροθε]], [[αντρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντροειδής]], [[αντροφυής]], [[αντροχαρής]]].
|mltxt=το (Α [[ἄντρον]])<br />[[σπήλαιο]] που χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής ανθρώπων, ζώων ή [[νυμφών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καταφύγιο]] ή [[ορμητήριο]] κακοποιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσωτερικός]] [[θάλαμος]], [[δωμάτιο]], [[αποθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. <i>ayr</i> «[[σπηλιά]]». Το λατ. <i>antrum</i> αποτελεί αναμφίβολα λόγιο [[δάνειο]] από την ελλ. λ. <i>άντρον</i>. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. <i>άντρον</i> με τη [[σημασία]] «[[τόπος]] απ' όπου εξέρχονται αναθυμιάσεις» συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] <i>an</i> - «[[αναπνέω]]». Πρβλ. <b>ελλ.</b> [[άνεμος]], <b>αρχ. ινδ.</b> <i>aniti</i>, <b>γοτθ.</b> <i>uz</i>-<i>anan</i>, (αόρ. <i>uz</i><i>ō</i><i>n</i>) «[[εκπνέω]], [[εκφυσώ]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντραίος]], [[άντροθε]], [[αντρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντροειδής]], [[αντροφυής]], [[αντροχαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἄντρον)
σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών
νεοελλ.
μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών
αρχ.
εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί αναμφίβολα λόγιο δάνειο από την ελλ. λ. άντρον. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άντρον με τη σημασία «τόπος απ' όπου εξέρχονται αναθυμιάσεις» συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα an - «αναπνέω». Πρβλ. ελλ. άνεμος, αρχ. ινδ. aniti, γοτθ. uz-anan, (αόρ. uzōn) «εκπνέω, εκφυσώ»).
ΠΑΡ. αρχ. αντραίος, άντροθε, αντρώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντροειδής, αντροφυής, αντροχαρής].