ίυγξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἴυγξ]], -γγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[σεισοπυγίς]], η [[σουσουράδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> άγνωστο [[πτηνό]], πιθ. η [[σεισοπυγίς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μαγικός]] [[τροχός]] («ἕλκομαι ἴυγγι [[ἦτορ]]» — [[αισθάνομαι]] [[έλξη]] στην [[καρδιά]] μου σαν από μαγικό τροχό, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαγεία]], [[γοητεία]], μαγικό [[φίλτρο]] («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[πόθος]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., θλιβερή [[ανάμνηση]], [[καημός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἴυγγες</i><br />[[ονομασία]] χαλδαϊκών θεοτήτων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «σῡριγξ [[μονοκάλαμος]]» — [[αυλός]] με ένα [[καλάμι]] (Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰύζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>γξ</i>, -<i>γγος</i> το οποίο εμφανίζεται [[συχνά]] σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. <i>πῶυ</i>-<i>γξ</i>, <i>σάλπι</i>-<i>γξ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυ-γξ, σάλπι-γξ)].