αινός: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰνός]], -ή, -ὸν (ποιητική [[λέξη]] Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή πράξεις) [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[τρομακτικός]], [[σκληρός]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ αἰνά</i>, [[φοβερά]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰνῶς</i> α) τρομερά<br />β) περίεργα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἰνός]], -ή, -ὸν (ποιητική [[λέξη]] Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή πράξεις) [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[τρομακτικός]], [[σκληρός]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ αἰνά</i>, [[φοβερά]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰνῶς</i> α) τρομερά<br />β) περίεργα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι φαίνεται πιθανή στη λ. η μορφολογική [[επίδραση]] του συνωνύμου <i>δει</i>-<i>νός</i>, δεν μπορεί να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[προέλευση]] της λ. Σημασιολογικά φαίνεται να συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>enas</i>- «[[έγκλημα]]», [[ακόμη]] και με το λατ. <i>saevus</i> «[[άγριος]]», παρ’ όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[συσχέτιση]] με τον λατ. τύπο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως α΄ συνθ. (<i>αἰνο</i>-) σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] της αρχαίας, για να δηλώσει τον «φοβερό, τρομερό» ή απλή [[επίταση]] της σημασίας του συνθέτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰνόθεν]], [[αἰνότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰναρέτης]], [[αἰνόγαμος]], [[αἰνογένειος]], [[αἰνόδρυπτος]], [[αἰνολαμπής]], [[αἰνόλεκτρος]], [[αἰνολέων]], [[αἰνόμορος]], [[αἰνοπαθής]], [[αἰνόπαρις]], [[αἰνοτάλας]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>αἰνοσοφιστής</i>, [[αἰνοτόκεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἰνός, -ή, -ὸν (ποιητική λέξη Α)
1. (για πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή πράξεις) φοβερός, τρομερός, τρομακτικός, σκληρός, τεράστιος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ αἰνά, φοβερά
3. επίρρ. αἰνῶς α) τρομερά
β) περίεργα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι φαίνεται πιθανή στη λ. η μορφολογική επίδραση του συνωνύμου δει-νός, δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια η προέλευση της λ. Σημασιολογικά φαίνεται να συνδέεται με το αρχ. ινδ. enas- «έγκλημα», ακόμη και με το λατ. saevus «άγριος», παρ’ όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η συσχέτιση με τον λατ. τύπο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως α΄ συνθ. (αἰνο-) σε πολλά σύνθετα της αρχαίας, για να δηλώσει τον «φοβερό, τρομερό» ή απλή επίταση της σημασίας του συνθέτου.
ΠΑΡ. αρχ. αἰνόθεν, αἰνότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰναρέτης, αἰνόγαμος, αἰνογένειος, αἰνόδρυπτος, αἰνολαμπής, αἰνόλεκτρος, αἰνολέων, αἰνόμορος, αἰνοπαθής, αἰνόπαρις, αἰνοτάλας
μσν.
αἰνοσοφιστής, αἰνοτόκεια.