αλφηστής: Difference between revisions

From LSJ
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:19, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, -ῆρος)
1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος
2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη
3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την Οδύσσεια του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. ἀνέρες ἀλφησταὶ «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η χρήση της λ. στα ποιητικά κείμενα δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «επιχειρηματικός, τολμηρός, ριψοκίνδυνος». Με βάση την παρατήρηση αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος ἀλφάνω «κερδίζω». Το τέρμα δε –ηστὴς θεωρήθηκε προϊόν αναλογικού σχηματισμού κατ’ επίδραση του ουσ. ὠμηστὴς «ωμοφάγος». Αυτή η σύνδεση της λ. με το ὠμηστὴς οδήγησε σε μια άλλη ετυμολογική υπόθεση. Κατά το πρότυπο του σχηματισμού του ουσ. ὠμηστὴς (< ὠμὸς + -ηστὴς < ἔδω) είναι πιθ. η λ. ἀλφηστὴς να προήλθε από α΄ συνθ. ἀλφι- (< ἄλφι, ἄλφιτα) και β΄ συνθ. το ρ. έδω (< ΙΕ ρίζα ed- «τρώγω»). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η λ. ἀλφηστής αρχικά πρέπει να σήμαινε «αυτόν που τρώει αλεύρι», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του ψωμί, την τροφή του, επομένως «τον εργατικό» και κατ’ επέκταση «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η χρήση της λ. ως ονόματος ψαριού.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφηστικός.