λαοπόρος: Difference between revisions
(1ba) |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laoporos | |Transliteration C=laoporos | ||
|Beta Code=laopo/ros | |Beta Code=laopo/ros | ||
|Definition=ον, <span class=sense><p> | |Definition=ον, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>serving as a passage for the people, man-conveying</b>, <b class="b3">λ. μαχαναί</b> a bridge, <span class=bibl>A.<span class=title>Pers</span>.113</span> (lyr.)</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:55, 30 December 2020
English (LSJ)
ον,
A serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μαχαναί a bridge, A.Pers.113 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοπόρος: -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure le passage au peuple ou à l’armée.
Étymologie: λαός, πόρος.
Greek Monolingual
λαοπόρος, -ον (Α)
(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος.
Greek Monotonic
λᾱοπόρος: -ον, αυτός που χρησιμεύει για διάβαση του λαού, κατασκευή που διευκολύνει τη διάβαση των ανθρώπων, λαοπόροι μηχαναί, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοπόρος: атт. λεωπόρος 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).
Middle Liddell
λᾱο-πόρος, ον
serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a bridge, Aesch.