σκωπτικός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skoptikos | |Transliteration C=skoptikos | ||
|Beta Code=skwptiko/s | |Beta Code=skwptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[given to mockery]], [[jesting]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>27</span>; σ. τι ἐπειπεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>33</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.5.161</span>,<span class="bibl">9.149</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A given to mockery, jesting, Plu.Luc.27; σ. τι ἐπειπεῖν Luc.Dem.Enc.33. Adv. -κῶς Poll.5.161,9.149.
German (Pape)
[Seite 909] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, ἐπιτήδειος εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
railleur, moqueur.
Étymologie: σκώπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκωπτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκώπτης
1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει
2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός.
επίρρ...
σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν
με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
Greek Monotonic
σκωπτικός: -ή, -όν, περιπαικτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός, σαρκαστικός, σε Πλάτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σκωπτικός: любящий шутить, сыплющий остротами Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωπτικός -ή -όν [σκώπτω] graag spottend, graag grappen makend.