τυφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyfodis
|Transliteration C=tyfodis
|Beta Code=tufw/dhs
|Beta Code=tufw/dhs
|Definition=ες, (τῦφος) of persons in fever, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[delirious]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.2</span>, al.; also of the fever, ib.<span class="bibl">2.5.16</span>, Gal.6.850, Erot. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[deceitful]], <b class="b3">μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι</b> Vett. Val.<span class="bibl">12.4</span>, cf. <span class="bibl">2.3</span>.</span>
|Definition=ες, (τῦφος) of persons in fever, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[delirious]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.2</span>, al.; also of the fever, ib.<span class="bibl">2.5.16</span>, Gal.6.850, Erot. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[deceitful]], <b class="b3">μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι</b> Vett. Val.<span class="bibl">12.4</span>, cf. <span class="bibl">2.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:40, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡφώδης Medium diacritics: τυφώδης Low diacritics: τυφώδης Capitals: ΤΥΦΩΔΗΣ
Transliteration A: typhṓdēs Transliteration B: typhōdēs Transliteration C: tyfodis Beta Code: tufw/dhs

English (LSJ)

ες, (τῦφος) of persons in fever, A delirious, Hp.Epid.4.2, al.; also of the fever, ib.2.5.16, Gal.6.850, Erot. II metaph., deceitful, μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι Vett. Val.12.4, cf. 2.3.

German (Pape)

[Seite 1166] ες, 1) rauchartig, räucherig, dunstig. – 2) übertr., dumm, stumpfsinnig, betäubt, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῡφώδης: -ες, [[[εἶδος]]] ὅμοιος καπνῷ. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, παραληρῶν, Ἱππ. 1120D, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, «τυφοειδής», ὁ αὐτ. 1046C, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες / τυφώδης, -ῶδες, ΝΑ τῡφος
1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής
2. αλαζονικός, υπεροπτικός
νεοελλ.
φρ. «τυφώδης κατάσταση»
ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ' εξοχήν ο τυφοειδής πυρετός και ο εξανθηματικός τύφος
αρχ.
1. όμοιος με καπνό, ζοφώδης, ζοφερός
2. μτφ. (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει παραλήρημα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφώδης -ες [τῦφος] in delirium. Hp.