χαλκοπληθής: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkoplithis | |Transliteration C=chalkoplithis | ||
|Beta Code=xalkoplhqh/s | |Beta Code=xalkoplhqh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">multitudinous and bronze-clad</b>, στρατός <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1220</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, A multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.
German (Pape)
[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein d’airain, càd recouvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο-πληθής, θυμο-πληθής].
Greek Monotonic
χαλκοπληθής: -ές, γεν. -έος, αυτός που είναι ολόκληρος εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοπληθής: весь в медных доспехах Eur.
Middle Liddell
χαλκο-πληθής, ές
armed all in brass, Eur.