ἰσχνόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischnofonos
|Transliteration C=ischnofonos
|Beta Code=i)sxno/fwnos
|Beta Code=i)sxno/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thin-voiced]], [[weak-voiced]], <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.25</span>, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>6</span>; but, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">having an impediment in one's speech</b> (connected by the Greeks with [[ἴσχω]]), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>903a38</span>, cf. <span class="bibl">895a15</span>, <span class="bibl">905a21</span>, <span class="title">AB</span>100; ἰ. καὶ τραυλός <span class="bibl">Hdt.4.155</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>4.10</span>, cf. <span class="bibl">Ezek. <span class="title">Exag.</span>114</span>; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., <b class="b3">ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι</b> ib.89b. Adv. <b class="b3">-φώνως</b> Zos.Alch.p.108B.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thin-voiced]], [[weak-voiced]], <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.25</span>, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>6</span>; but, </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">having an impediment in one's speech</b> (connected by the Greeks with [[ἴσχω]]), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>903a38</span>, cf. <span class="bibl">895a15</span>, <span class="bibl">905a21</span>, <span class="title">AB</span>100; ἰ. καὶ τραυλός <span class="bibl">Hdt.4.155</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>4.10</span>, cf. <span class="bibl">Ezek. <span class="title">Exag.</span>114</span>; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., <b class="b3">ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι</b> ib.89b. Adv. <b class="b3">-φώνως</b> Zos.Alch.p.108B.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνόφωνος Medium diacritics: ἰσχνόφωνος Low diacritics: ισχνόφωνος Capitals: ΙΣΧΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ischnóphōnos Transliteration B: ischnophōnos Transliteration C: ischnofonos Beta Code: i)sxno/fwnos

English (LSJ)

ον, A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but, II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰ. καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος LXXEx.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. -φώνως Zos.Alch.p.108B.

German (Pape)

[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].

Greek Monotonic

ἰσχνόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή οξεία φωνή· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνόφωνος:
1) тонкоголосый Plut.;
2) заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v. l. ἰσχόφωνος) καὶ τραυλὸς παῖς Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.

Middle Liddell

ἰσχνό-φωνος, ον φωνή
checked in one's voice, stuttering, stammering, Hdt.