δολόεις: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doloeis | |Transliteration C=doloeis | ||
|Beta Code=dolo/eis | |Beta Code=dolo/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, (δόλος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subtle]], [[wily]], | |Definition=εσσα, εν, (δόλος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subtle]], [[wily]], [[Καλυψώ]], [[Κίρκη]], <span class="bibl">Od.7.245</span>, <span class="bibl">9.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[craftily contrived]], [[artful]], δέσματα <span class="bibl">8.281</span>; θάνατος <span class="bibl">Hellanic.69</span>(a) J.; Τροίας ἕδη <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1527</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 1 January 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, (δόλος) A subtle, wily, Καλυψώ, Κίρκη, Od.7.245, 9.32. II of things, craftily contrived, artful, δέσματα 8.281; θάνατος Hellanic.69(a) J.; Τροίας ἕδη E.IA1527 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 655] εσσα, εν, voll List, listenreich, listig; Homer dreimal: Odyss. 7, 245 δολόεσσα Καλυψώ; 9, 32 Κίρκη δολόεσσα; 8, 281 von Fesseln (δέσματα) πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο. – Τροίας ἕδη Eur. I. A. 1527; ἀρωγή Ap. Rh. 2, 423.
Greek (Liddell-Scott)
δολόεις: εσσα, εν, (δόλος) δόλιος, πανοῦργος, Καλυψώ, Κίρκη Ὀδ. Η. 245, Ι. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πανούργως ἐπινοηθεὶς ἢ κατασκευασθείς, πλήρης τέχνης ἢ τεχνασμάτων, ὡς τὸ τεχνήεις, δέσματα Θ. 281· θάνατος Ἑλλάν. 82· Τροίας ἕδη Εὐρ. Ι. Α. 1527.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 artificieux, perfide;
2 fait avec un art perfide.
Étymologie: δόλος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (δόλος): artful; fig., δέσματα, Od. 8.281.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 de dioses y pers. artero, astuto, pérfido Καλυψώ Od.7.245, Κίρκη Od.9.32, de Medea, A.R.3.89, cf. AP 4.3b.25, de Odiseo, Q.S.5.449, de Ares, Nonn.D.4.242, de Eros, Nonn.D.15.220, de Hermes, Nonn.D.9.233, de Selene PMag.4.2285.
2 de cosas y abstr. engañoso, doloso ἀράχνια ... δολόεντα ref. a las cadenas con que apresó Hefesto a Afrodita y Ares Od.8.281, πότμος Batr.(1)50, θάνατος Hellanic.169a, καὶ δολόεντα Τροίας ἕδη E.IA 1527, ἀρωγή A.R.2.423, μόρος Opp.H.2.156, 4.120, ἐσωπή Opp.H.4.358, ὄνειρα SHell.1148, ἀοιδή Orac.Sib.5.326, ἵππος del caballo de Troya, Q.S.12.169, 14.139, σώματα Triph.413, φύσις Synes.Hymn.1.705, ὕπνος Nonn.D.48.757.
Greek Monolingual
δολόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος
2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία.
Greek Monotonic
δολόεις: -εσσα, -εν (δόλας),
I. δόλιος, πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δολόεις: όεσσα, όεν хитрый, коварный, лукавый (Καλυψω, δέσματα Hom.; Τροίας ἕδη Eur.).
Middle Liddell
δολόεις, εσσα, εν adj δόλος
I. subtle, wily, Od.
II. of things, craftily contrived, Eur.