κλαστός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klastos | |Transliteration C=klastos | ||
|Beta Code=klasto/s | |Beta Code=klasto/s | ||
|Definition=ή, όν, ([[κλάω]] | |Definition=ή, όν, ([[κλάω]]¹) [[broken in pieces]], ''AP'' 6.71 (Paul. Sil.). perh. = [[κλαστόθριξ]] ([[curly-haired]]), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), ''Arch.Pap.'' 1.65 (ii BC), etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, (κλάω¹) broken in pieces, AP 6.71 (Paul. Sil.). perh. = κλαστόθριξ (curly-haired), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), Arch.Pap. 1.65 (ii BC), etc.
Greek (Liddell-Scott)
κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.
Greek Monotonic
κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλαστός: разбитый (κύπελλα Anth.).