τρύχνος: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τρύχνος | |||
|Medium diacritics=τρύχνος | |||
|Low diacritics=τρύχνος | |||
|Capitals=ΤΡΥΧΝΟΣ | |||
|Transliteration A=trýchnos | |||
|Transliteration B=trychnos | |||
|Transliteration C=trychnos | |||
|Beta Code=tru/xnos | |||
|Definition=ἡ, = [[τρύχνον]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | ||
Line 15: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρύχνος]], ἡ,<br />nightshade, used as a [[symbol]] of [[sweet]] [[forgetfulness]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[τρύχνος]], ἡ,<br />nightshade, used as a [[symbol]] of [[sweet]] [[forgetfulness]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = τρύχνον.
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, = στρύχνος, nach Phot. ἡ τρύχνος, das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα.
Greek (Liddell-Scott)
τρύχνος: ἡ, = στρύχνος, «σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς σύμβολον ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ τρύχνος, «ἤγουν ἡ φωνή σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. τρύχνος δὲ καὶ τρύχνη εἶδος λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται στρύχνος, ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ μέτρον, τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στρύχνος.
Greek Monotonic
τρύχνος: ἡ, νυχτερινή σκιά, ως σύμβολο της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τρύχνος: или 2 предполож. нежный, певучий (ἁ φωνά Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker).
Middle Liddell
τρύχνος, ἡ,
nightshade, used as a symbol of sweet forgetfulness, Theocr.