λυπρόγεως: Difference between revisions
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
(23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λυπρόγεως | |||
|Medium diacritics=λυπρόγεως | |||
|Low diacritics=λυπρόγεως | |||
|Capitals=ΛΥΠΡΟΓΕΩΣ | |||
|Transliteration A=lyprógeōs | |||
|Transliteration B=lyprogeōs | |||
|Transliteration C=lyprogeos | |||
|Beta Code=lupro/gews | |||
|Definition=ων, [[with poor soil]], Ph. 2.294, App. ''Hisp.'' 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυπρόγεως''': -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ. | |lstext='''λυπρόγεως''': -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ. |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
ων, with poor soil, Ph. 2.294, App. Hisp. 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόγεως: -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
λυπρόγεως, -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)
1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον
η ξηρότητα της γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως, μελάγ-γεως].