ἀκραῖος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -αίο (Α | |mltxt=-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) [[ἄκρος]]<br />αυτός που βρίσκεται στο [[άκρο]], [[ακρινός]], [[έσχατος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίρνει [[θέση]] τών [[άκρων]], [[έξαλλος]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀκραῖα</i><br />α) τα [[άκρα]] του σώματος<br />β) ακρότητες, υπερβολές. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A = ἄκρος, Opp.H.2.395, Tab.Defix.18; ἀκραῖα, τά, extremities, Gal.7.416: Ion. ἄκρεα, τά, Hp.Epid.1.18, Fract.16, Art. 30. II dwelling on heights, epith. of Hera, E.Med.1379, Apollod. 1.9.28; Aphrodite, Paus.1.1.3, 2.32.6; gods whose temples were ἐν ἀκροπόλει, Poll.9.40.
German (Pape)
[Seite 80] α, ον, 1) zur Burg gehörig, θεοί nach Poll. οἱ ἐν ἀκροπόλει, z. B. Ἥρα ἀκραία Eur. Med. 1869, wo der Schol. παρὰ τὸ ἐν ἀκροπόλει ἱδρῦσθαι, vgl. Zenob. 1, 27; andere nach Liv. 32, 23 promontorium Iunonis quam vocant Acraeam, vom Vorgebirge, auf dem sie verehrt wurde. – 2) bei Hippocr. u. Opp. H. 2, 395 = ἄκρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραῖος: -α, -ον, ἄκρος, συχν. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ ἄκρα (τοῦ σώματος), ὅπερ εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν πάντοτε ἄκρεα. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκρία (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, Πολυδ. 9. 40.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est à l’extrémité ; τὰ ἀκραῖα les extrémités du corps;
2 qui réside sur les hauteurs, protectrice des sommets (ἀκραία ép. d’Héra à Corinthe EUR, d’Aphrodite PAUS).
Étymologie: ἄκρος.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) ἄκρος
αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίος
νεοελλ.
αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῖα
α) τα άκρα του σώματος
β) ακρότητες, υπερβολές.
Greek Monotonic
ἀκραῖος: -α, -ον (ἄκρα), αυτός που ζει, κατοικεί, διαμένει στα ύψη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκραῖος: обитающий на высотах (Ἣρα Eur.).