μελαμβόρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμβόρειος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πνεῡμα [[μελαμβόρειον]]» — ο [[βόρειος]] [[άνεμος]] που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βόρειος]].
|mltxt=[[μελαμβόρειος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πνεῦμα [[μελαμβόρειον]]» — ο [[βόρειος]] [[άνεμος]] που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βόρειος]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβόρειος Medium diacritics: μελαμβόρειος Low diacritics: μελαμβόρειος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: melambóreios Transliteration B: melamboreios Transliteration C: melamvoreios Beta Code: melambo/reios

English (LSJ)

ον, (βορέας) A of the black north: πνεῦμα μ. the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῦμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.