Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπαρομαρτέω: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συμπαρομαρτῶ]], [[συμπαρομαρτέω]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυμπαρομαρτῶ]] Α<br />[[συνοδεύω]], [[συνακολουθώ]], [[είμαι]] επακόλουθο, [[είμαι]] [[συνέπεια]] (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ [[ὄγκος]]», Αρετ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα συμπαρομαρτούντα</i><br />τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρομαρτῶ]] «[[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]]»].
|mltxt=[[συμπαρομαρτῶ]], [[συμπαρομαρτέω]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυμπαρομαρτῶ]] Α<br />[[συνοδεύω]], [[συνακολουθώ]], [[είμαι]] επακόλουθο, [[είμαι]] [[συνέπεια]] (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ [[ὄγκος]]», Αρετ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα συμπαρομαρτούντα</i><br />τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρομαρτῶ]] «[[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρομαρτέω Medium diacritics: συμπαρομαρτέω Low diacritics: συμπαρομαρτέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: symparomartéō Transliteration B: symparomarteō Transliteration C: symparomarteo Beta Code: sumparomarte/w

English (LSJ)

A = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.

German (Pape)

[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.

Greek Monolingual

συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτέω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α
συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», Ξεν.
β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.)
νεοελλ.
(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα συμπαρομαρτούντα
τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρομαρτῶ «ακολουθώ, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρομαρτέω: μέλ. -ήσω, = συμπαρέπομαι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρομαρτέω: сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.]