υπερήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερήμερος]], -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α<br />αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την [[προθεσμία]] εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[οφειλέτης]] ή ο [[δανειστής]] που [[είναι]] [[υπαίτιος]] υπερημερίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την [[τέλεση]] έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.<br />β. «[[ὑπερήμερος]] τῆς ἀκροάσεως» — [[μεγάλος]] πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που για να γίνει απαιτείται [[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο της μιας ημέρας<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) όψιμος (α. «[[ὑπερήμερος]] τοῡ βίου» — αυτός που διαρκεί [[πέρα]] από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερήμερον [[λαμβάνω]] τινά» — έχω το [[δικαίωμα]] να ενεργήσω [[κατάσχεση]] σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε [[προς]] εμένα (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — [[πρόστιμο]] σε [[περίπτωση]] μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐφ</i>-[[ήμερος]]].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερήμερος]], -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α<br />αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την [[προθεσμία]] εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[οφειλέτης]] ή ο [[δανειστής]] που [[είναι]] [[υπαίτιος]] υπερημερίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την [[τέλεση]] έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.<br />β. «[[ὑπερήμερος]] τῆς ἀκροάσεως» — [[μεγάλος]] πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που για να γίνει απαιτείται [[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο της μιας ημέρας<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) όψιμος (α. «[[ὑπερήμερος]] τοῦ βίου» — αυτός που διαρκεί [[πέρα]] από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερήμερον [[λαμβάνω]] τινά» — έχω το [[δικαίωμα]] να ενεργήσω [[κατάσχεση]] σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε [[προς]] εμένα (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — [[πρόστιμο]] σε [[περίπτωση]] μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐφ</i>-[[ήμερος]]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερήμερος, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α
αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης
νεοελλ.
(νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την τέλεση έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.
β. «ὑπερήμερος τῆς ἀκροάσεως» — μεγάλος πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)
2. αυτός που για να γίνει απαιτείται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μιας ημέρας
3. (για πράγμ.) όψιμος (α. «ὑπερήμερος τοῦ βίου» — αυτός που διαρκεί πέρα από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)
4. φρ. α) «ὑπερήμερον λαμβάνω τινά» — έχω το δικαίωμα να ενεργήσω κατάσχεση σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε προς εμένα (Δημοσθ.)
β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — πρόστιμο σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ἐφ-ήμερος].