Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερήμερος

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερήμερος Medium diacritics: ὑπερήμερος Low diacritics: υπερήμερος Capitals: ΥΠΕΡΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: hyperḗmeros Transliteration B: hyperēmeros Transliteration C: yperimeros Beta Code: u(perh/meros

English (LSJ)

ὑπερήμερον,
A over the day for payment, after which the debtor became liable to have his goods seized, Lex ap. D.21.10, Syngr. ap. eund.35.12, IG5(2).6.44 (Tegea, iv B. C.); ὑ. γενέσθαι τινί D.47.75; ὑ. γενόμενος ἑπτὰ μνῶν Antipho 5.63, cf. Lys. 23.14; τὸ ὑπεράμερον τῶν ὀδέων the penalty for unpunctual delivery of... IG42(1).109 ii 150 (Epid., iii B. C.); λαβὼν ὑπερήμερόν τινα, i.e. having a right to distrain upon him, D.21.81; ἑάλω ὑ. Ach.Tat.4.42: c. gen., ὑ. τῆς προθεσμίας Luc.Pisc.52; also of the debt, τῆς δίκης ὑ. γίγνεσθαι Plu.2.548d; ὑ. δικαιωτής adjourning the penalty, ib.549d.
II metaph., ὑ. μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι past the time of marriage, Anaxandr.68; ὑ. τῆς ζωῆς past the term of life, Luc. Philops.25; ὑ. τῆς ἀκροάσεως too old to listen, Philostr.Ep.68.
2 of things, τοῦ ἰδίου βίου φθέγξασθαί τι ὑ. lasting beyond one's own life, Longin.14.3; ὡς ὑ. γίγνεσθαι τἀληθὲς τοῦ ἑκάστου βίου the search for truth lasts longer than the individual's life, Luc.Herm.67.
b time-expired, μήπω τοῦ πένθους ὑπερημέρου.. γεγονότος Ph.2.169.

German (Pape)

[Seite 1196] übertägig, d. i. über den vom Gericht festgesetzten Tag hinaus, bes. den Zahlungstermin versäumend, u. dah. ausgepfändet, Jac. Ach. Tat. p. 723; ὑπερήμερος γίγνεται, er hält den Termin nicht, Antiph. 5, 63 Lys. 23, 14; Dem. öfter, z. B. δίκην ὠφληκότων καὶ ὑπερημέρων γενομένων 33, 12; so auch A.; komisch von alten Jungfern, ὑπερήμεραι κόραι, Anaxandrid. bei Arist. rhet. 3, 1; Sp., wie Plut. Sol. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 t. de droit qui a laissé passer le jour fixé pour le règlement d'une créance, qui est en retard pour le terme ; en gén. qui laisse passer le terme fixé pour, gén. ; qui ajourne (une peine) en parl. d'un juge;
2 fig. qui a passé le terme de la vie.
Étymologie: ὑπέρ, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήμερος:
1 просрочивший день платежа, неуплативший в срок Lys., Plut.: ὑ. ἐγένετό τινι Dem. он не уплатил в срок кому-л.; ὑ. γενέσθαι τῆς προθεσμίας Luc. пропустить назначенный срок, но ὑ. γενέσθαι τοῦ βίου τινός Luc. появиться после чьей-л. смерти; ὑ. τῆς ζωῆς Luc. живущий дольше положенного;
2 отсрочивший, отложивший: τὸ τῆς δίκης ὑπερήμερον Plut. отсрочка воздаяния; ἄρτοι ὑπερήμεροι τῆς ἑορτῆς Luc. хлебы, не поспевшие к празднику (по по друг. - оставшиеся от праздника).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερήμερος: -ον, οὗτινος παρῆλθον αἱ πρὸς πληρωμὴν ἡμέραι, ὁ ὑπερβὰς τὴν προθεσμίαν, μεθ’ ἣν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ ὑπέκειντο εἰς κατάσχεσιν, Δημ. 518. 2., 927. 1· ὑπ. γενέσθαι τινὶ ὁ αὐτ. 1161 ἐν τέλει· ὑπερ. γίγνεσθαι ἑπτὰ μνῶν Ἀντιφῶν 136. 29, πρβλ. Λυσίαν 167. 42· ὑπερήμερον λαμβάνειν τινά, δηλ. ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ ἐνεργήσῃ κατάσχεσιν κατά τινος, Δημ. 540. 22· ἑάλω ὑπ. Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 42· - μετὰ γεν., ὑπ. τῆς προθεσμίας Λουκ. Ἀλ. 52· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὀφειλῆς, τῆς δίκης ὑπ. γενέσθαι Πλούτ. 2. 548?· καὶ ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, ὁ ἀναβάλλων τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς, αὐτόθι 549D. - Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. ἐν λέξ.: «ὑπερήμεροι: οἱ δίκην ὀφλόντες ὁποιανοῦν καὶ τὰ ἐπιτίμια τοῖς ἑλοῦσι μὴ ἀποδιδόντες ἐν ταῖς τακταῖς προθεσμίαις ὑπερήμεροι ἐκαλοῦντο, καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερημερία, ὡς ὑποσημαίνεται ἐν τῷ κατ’ Ἀριστοκλέους Ἰσαῖος εἰ γνήσιοςλόγος ἐστίν», ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. μεταφορ., ὑπ. μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι, ὑπερέβησαν τὸν καιρὸν τοῦ γάμου, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδηλ. 17· ὑπ. τῆς ζωῆς, ὁ ὑπερβὰς τὴν προθεσμίαν τῆς ζωῆς, Λουκ. Φιλοψ. 25· ὑπ. τῆς ἀκροάσεως, πρεσβύτερος ἢ ὥστε νὰ μαθητεύσῃ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 14. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὑπ. πένθος, παρὰ πολὺ βραδύ, ὄψιμον, Φίλων 2. 169· ὑπ. τοῦ βίου, ὁ διαρκῶν ἐπέκεινα τοῦ βίου τινός, Λογγῖν. 14. 3· ἀλλά, τἀληθὲς ὑπ. γίγνεται τοῦ βίου, ὑπερβαίνει τὸ ὅριον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, Λουκ. Ἑρμότ. 67.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερήμερος, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α
αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης
νεοελλ.
(νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την τέλεση έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.
β. «ὑπερήμερος τῆς ἀκροάσεως» — μεγάλος πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)
2. αυτός που για να γίνει απαιτείται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μιας ημέρας
3. (για πράγμ.) όψιμος (α. «ὑπερήμερος τοῦ βίου» — αυτός που διαρκεί πέρα από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)
4. φρ. α) «ὑπερήμερον λαμβάνω τινά» — έχω το δικαίωμα να ενεργήσω κατάσχεση σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε προς εμένα (Δημοσθ.)
β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — πρόστιμο σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ἐφήμερος].

Greek Monotonic

ὑπερήμερος: -ον (ἡμέρα), υπέρβαση ημερομηνίας πληρωμής, μετά την παρέλευση της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη υπόκεινται σε κατάσχεση, σε Δημ.· ὑπερήμερον λαμβάνων τινά, δηλ. αυτός που έχει το δικαίωμα να ασκήσει κατάσχεση, στον ίδ.
II. μεταφ., ὑπερήμερος τῆς ζωῆς, υπερέβησαν το όριο ζωής, σε Λουκ.· ὑπερήμερος τοῦ βίου, αυτός που έχει διάρκεια πέρα από τα όρια της ανθρώπινης ζωής, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπερ-ήμερος, ον, ἡμέρα
I. over the day for payment, after which the debtor became liable to have his goods seized, Dem.; ὑπερήμερον λαμβάνων τινά, i. e. having a right to distrain upon him, Dem.
II. metaph., ὑπ. τῆς ζωῆς past the term of life, Luc.; ὑπ. τοῦ βίου beyond the term of human life, Luc.

English (Woodhouse)

defaulting debtor

⇢ Look up "ὑπερήμερος" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)