ικανώ: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(17) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ἱκανῶ, -όω, Μ και -έω) [[ικανός]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[ικανοποιώ]], [[ανταμείβω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[ευχαριστώ]], [[τέρπω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]]<br /><b>4.</b> [[τακτοποιώ]]<br /><b>5.</b> [[συμπληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]], [[επιστρέφω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>7.</b> [[αποζημιώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=(ΑΜ ἱκανῶ, -όω, Μ και -έω) [[ικανός]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[ικανοποιώ]], [[ανταμείβω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[ευχαριστώ]], [[τέρπω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]]<br /><b>4.</b> [[τακτοποιώ]]<br /><b>5.</b> [[συμπληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]], [[επιστρέφω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>7.</b> [[αποζημιώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἱκανοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) δικαιώνομαι, [[βρίσκω]] το δίκιο μου<br />β) καρπώνομαι [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶ δίκαιον» — [[αποδίδω]] [[δικαιοσύνη]] σε κάποιον<br />β) «ἱκανῶ τὴν ζημίαν» — [[επανορθώνω]] τη [[ζημιά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθιστώ]] κάποιον ικανό, άξιο, επιτήδειο για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[είμαι]] εξουσιοδοτημένος, επιφορτισμένος<br />β) (για την [[ψυχή]]) [[γίνομαι]] [[τέλειος]], τελειοποιούμαι<br />γ) ευχαριστούμαι, αρκούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανούσθω τινί» — ας [[είναι]] σ' αυτόν αρκετό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:28, 26 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱκανῶ, -όω, Μ και -έω) ικανός
(νεοελλ.-μσν.)
1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον
2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον
3. επαρκώ, είμαι αρκετός
4. τακτοποιώ
5. συμπληρώνω
6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον
7. αποζημιώνω
μσν.
1. μέσ. ἱκανοῦμαι, -όομαι
α) δικαιώνομαι, βρίσκω το δίκιο μου
β) καρπώνομαι κάτι
2. φρ. α) «ἱκανῶ δίκαιον» — αποδίδω δικαιοσύνη σε κάποιον
β) «ἱκανῶ τὴν ζημίαν» — επανορθώνω τη ζημιά
μσν.-αρχ.
καθιστώ κάποιον ικανό, άξιο, επιτήδειο για κάτι
2. παθ. α) είμαι εξουσιοδοτημένος, επιφορτισμένος
β) (για την ψυχή) γίνομαι τέλειος, τελειοποιούμαι
γ) ευχαριστούμαι, αρκούμαι
3. φρ. «ἱκανούσθω τινί» — ας είναι σ' αυτόν αρκετό.