ικανώ
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱκανῶ, -όω, Μ και -έω) ικανός
(νεοελλ.-μσν.)
1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον
2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον
3. επαρκώ, είμαι αρκετός
4. τακτοποιώ
5. συμπληρώνω
6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον
7. αποζημιώνω
μσν.
1. μέσ. ἱκανοῦμαι, -όομαι
α) δικαιώνομαι, βρίσκω το δίκιο μου
β) καρπώνομαι κάτι
2. φρ. α) «ἱκανῶ δίκαιον» — αποδίδω δικαιοσύνη σε κάποιον
β) «ἱκανῶ τὴν ζημίαν» — επανορθώνω τη ζημιά
μσν.-αρχ.
καθιστώ κάποιον ικανό, άξιο, επιτήδειο για κάτι
2. παθ. α) είμαι εξουσιοδοτημένος, επιφορτισμένος
β) (για την ψυχή) γίνομαι τέλειος, τελειοποιούμαι
γ) ευχαριστούμαι, αρκούμαι
3. φρ. «ἱκανούσθω τινί» — ας είναι σ' αυτόν αρκετό.