κύημα: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κύημα]]) [[κυώ]]<br /><b>1.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]] της μητέρας από τη [[σύλληψη]] [[μέχρι]] τον τοκετό («[[μάλιστα]] μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν [[κύημα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[βλάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «[[κύημα]] της φαντασίας» β. «τοὺς λόγους | |mltxt=το (AM [[κύημα]]) [[κυώ]]<br /><b>1.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]] της μητέρας από τη [[σύλληψη]] [[μέχρι]] τον τοκετό («[[μάλιστα]] μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν [[κύημα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[βλάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «[[κύημα]] της φαντασίας» β. «τοὺς λόγους τεκεῖν και δεῑξαι τοῖς ἄλλοις τὰ κυήματα», μέρ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:20, 26 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A that which is conceived, embryo, foetus, Hp. Epid.7.6, al., Pl.R.461c, Arist.GA719b33, etc. II in Botany, that which is swollen as the result of growth, e.g. base of flower-head, Thphr.HP6.4.3: of a cabbage-sprout, Dsc.2.120, Gal.6.642.
German (Pape)
[Seite 1525] τό, das Empfangene, die Frucht im Mutterleibe; εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat. Rep. V, 461 c; Arist. de gen. anim. 1, 13. 3, 9 u. öfter; κυήματα ἔχειν, ἴσχειν, schwanger sein, id. u. Sp., die auch übertr. ψυχῆς κύημα sagen. Vgl. κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
κύημα: τό, (κυέω) τὸ συλληφθὲν ἢ κυοφορούμενον, ἔμβρυον, Πλάτ. Πολ. 461C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1., 16, 4., 20, 16, ἀλλ.· ― ἴδε κῦμα ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fœtus.
Étymologie: κυέω.
Greek Monolingual
το (AM κύημα) κυώ
1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά της μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.)
2. το βλάστημα
3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα της φαντασίας» β. «τοὺς λόγους τεκεῖν και δεῑξαι τοῖς ἄλλοις τὰ κυήματα», μέρ.).
Greek Monotonic
κύημα: -ατος, τό (κυέω), αυτό που συλλαμβάνεται, έμβρυο, κυοφορούμενο, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύημα -τος, τό [κυέω] vrucht, foetus.
Russian (Dvoretsky)
κύημα: ατος τό утробный плод, зародыш (τὸ κ. εἰς φῶς ἐκφέρειν Plat.; κ. ἄμορφον καὶ σαρκοειδές Plut.).
Middle Liddell
κύημα, ατος, τό, κυέω
that which is conceived, an embryo, foetus, Plat.