προεκθέω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για στρ. [[τμήμα]]) [[εξορμώ]] [[γρήγορα]] («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προτρέχω]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] («προεκθεῑν τοῦ λογισμοῡ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκθέω]] «[[τρέχω]] έξω, [[εξορμώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για στρ. [[τμήμα]]) [[εξορμώ]] [[γρήγορα]] («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προτρέχω]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῡ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκθέω]] «[[τρέχω]] έξω, [[εξορμώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d. 2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

French (Bailly abrégé)

1 s’élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῡ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1) выбегать вперед Thuc.;
2) забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.