κουρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[κούρεμα]] («[[ὥστε]] [[μηδὲ]] τῆς κεφαλῆς τὰς [[τρίχας]] ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κουρικός]] (ενν. [[δίφρος]])<br />το [[κάθισμα]] του κουρέα.<br /><b>(II)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νεαρός]], [[νεανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κουρικώς</i> (Α)<br />νεανικά.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[κούρεμα]] («[[ὥστε]] [[μηδὲ]] τῆς κεφαλῆς τὰς [[τρίχας]] ἀφελεῖν κουρικαῑς μαχαίραις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κουρικός]] (ενν. [[δίφρος]])<br />το [[κάθισμα]] του κουρέα.<br /><b>(II)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νεαρός]], [[νεανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κουρικώς</i> (Α)<br />νεανικά.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρικός Medium diacritics: κουρικός Low diacritics: κουρικός Capitals: ΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kourikós Transliteration B: kourikos Transliteration C: kourikos Beta Code: kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κουρά) A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. κουρικῶς Apollon.Lex.s.v. κουρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμαὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῖν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
κούρος (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.

Russian (Dvoretsky)

κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.