αντλώ: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(5) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἀντλῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παίρνω]] κάποιο [[υγρό]] με [[αντλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[νερό]] από το εσωτερικό του πλοίου<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[νερό]] από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἠθμῷ | |mltxt=(Α ἀντλῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παίρνω]] κάποιο [[υγρό]] με [[αντλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[νερό]] από το εσωτερικό του πλοίου<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[νερό]] από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἠθμῷ ἀντλεῖν» — το να ματαιοπονεί [[κάποιος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταβάλλω]] [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]], [[μετέρχομαι]] [[κάθε]] τρόπο ή [[μέσο]]<br />β) (για μόχθους, παθήματα) [[υπομένω]] [[μέχρι]] τέλους<br />γ) [[κατασπαταλώ]], [[ασωτεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άντλος]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άντλημα]], [[άντληση]](-<i>ις</i>), [[αντλητήρας]] (-<i>τήρ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξαντλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναντλώ]], [[απαντλώ]], [[διαντλώ]], <i>εισαντλώ</i>, <i>ενατλώ</i>, [[επαντλώ]], [[καταντλώ]], [[μεταντλώ]], [[μετεξαντλώ]], [[περιαντλώ]], [[προαπαντλώ]], [[προεξαντλώ]], [[προσαντλώ]], [[συναντλώ]], <i>συνεξαντλώ</i>, [[υπαντλώ]], [[υπεξαντλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κατεξαντλώ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 27 March 2021
Greek Monolingual
(Α ἀντλῶ, -έω)
νεοελλ.
παίρνω κάποιο υγρό με αντλία
αρχ.
1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου
2. παίρνω νερό από κάπου
3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῖν» — το να ματαιοπονεί κάποιος
4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή μέσο
β) (για μόχθους, παθήματα) υπομένω μέχρι τέλους
γ) κατασπαταλώ, ασωτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άντλος, ο.
ΠΑΡ. άντλημα, άντληση(-ις), αντλητήρας (-τήρ).
ΣΥΝΘ. εξαντλώ
αρχ.
αναντλώ, απαντλώ, διαντλώ, εισαντλώ, ενατλώ, επαντλώ, καταντλώ, μεταντλώ, μετεξαντλώ, περιαντλώ, προαπαντλώ, προεξαντλώ, προσαντλώ, συναντλώ, συνεξαντλώ, υπαντλώ, υπεξαντλώ
νεοελλ.
κατεξαντλώ].