υπολείπω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(44) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς | |mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
Greek Monolingual
ὑπολείπω ΝΜΑ λείπω
1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα
2. (το μεσ.) υπολείπομαι
α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον», Ομ. Ιλ.)
β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω, υστερώ, είμαι κατώτερος
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπολειπόμενος
βιολ. ο υποτελής
αρχ.
1. αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῖν», Θουκ.)
2. παραλείπω
3. (για πράγμ.) είμαι λίγος, δεν επαρκώ («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ μισθοφορά», Λυσ.)
4. τελειώνω, σώνομαι («ὅταν ὑπολίπῃ το μέλι», Αριστοτ.)
5. μέσ. α) φθάνω στο τέλος μου, τελειώνω («ὅταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», Σοφ.)
β) αφήνω πίσω μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
γ) αφήνω πίσω μου, κρατώ για τον εαυτό μου
δ) (για ποσό) εκπίπτω από πληρωμή
ε) (για πρόσ.) παραμένω κάπου («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με πορεία) καθυστερώ («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», Αριστοφ.).