ὀλιγανδρία: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανδρία Medium diacritics: ὀλιγανδρία Low diacritics: ολιγανδρία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: oligandría Transliteration B: oligandria Transliteration C: oligandria Beta Code: o)ligandri/a

English (LSJ)

ἡ, A scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγανδρία: ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut.

Middle Liddell

ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.