ἐναπολαμβάνω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν | |mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐναπολαμβάνω:''' заключать, помещать (εἰς τὸ [[μέσον]] Plat.; [[μῦς]] ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот. | |elrutext='''ἐναπολαμβάνω:''' заключать, помещать (εἰς τὸ [[μέσον]] Plat.; [[μῦς]] ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
A cut off and enclose, intercept, [τὸν ἀέρα] ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, cf. Onos.21.5; ἓξ ζῴδια Ph.2.153:— Pass., εἰς τὸ μέσον ἐ. Pl.Ti.84e; (μῦς) ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arist. HA580b11; (ἀὴρ) ἐ. Id.Cael.294b27, cf. Pr.868b25, Epicur.Nat.2.993.1; ἐ. τῇ δίνῃ to be involved in it, D.S.1.7. II Astrol., annul by adverse influence, Vett.Val. 112.14 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 828] (s. λαμβάνω), darin einschließen; εἰς τὸ μέσον Plat. Tim. 84 d; ἐν ἀγγείῳ Arist. H. A. 6, 37; pass., ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden, D. Sic. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἐμπεριλαμβάνω, Πλάτ. Τίμ. 84D˙ τὸν ἀέρα ἐν ταῖς κλεψύδραις Ἀριστ. Φυσ. 4. 6,3˙ πρβλ. Προβλ. 2. 24. ‒ Παθ., μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37,1˙ ἀὴρ ἐν. ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 13, 17 κ. ἀλλ.˙ ἐναποληφθῆναι τῇ δίνῃ, συμπεριληφθῆναι, Διόδ. 1. 7.
Spanish (DGE)
I 1confinar, encerrar en, retener dentro (τὸν ἀέρα) ... ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, en v. pas. πλεῖον ἢ τὸ προσῆκον πνεῦμα εἰσιὸν ... ἐναπολαμβάνεται Pl.Ti.84e, cf. Arist.Pr.868b25, Cael.294b27, Thphr.CP 2.9.8, (μῦς) ἐν ἀγγείῳ Arist.HA 580b11, τὰ ἐντ[ὸς] ἐναπειλημμένα ἔνδοθεν los elementos encerrados dentro Epicur.Fr.[24.19] 4, τὸ ἐναπολαμβανόμενον ὕδωρ Apollon. en Gal.12.659, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.13, ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ el sol y los astros, D.S.1.7.
2 tomar, recibir, aceptar una argumentación, Phld.Mus.4.34.39, τῶν ἡμισφαιρίων ἑκάτερον ... ἓξ ἐναπολαμβάνει ζῴδια en el zodíaco, Ph.2.153.
II usos téc.
1 geom. interceptar, delimitar una porción de una figura con los contornos exteriores de otra, Archim.Spir.7.
2 astrol., en perf. pas. quedar cercado o interceptado unos planetas por otros de influencia adversa οἱ κυριεύσαντες κλήρου ... ὑπὸ κακοποιῶν ἐναπειλημμένοι Vett.Val.106.33.
3 táct., en v. pas. ser interceptado o envuelto en (οἱ πολέμιοι) ἐναπολήψονται τῷ περιέχοντι κόλπῳ los enemigos serán interceptados con una formación envolvente en forma de media luna, Onas.21.5.
Greek Monolingual
ἐναπολαμβάνω (Α)
1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», Αριστοτ.)
2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι
3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπολαμβάνω: заключать, помещать (εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот.