χαύνος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(46) |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πνευματικά [[νωθρός]], αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) [[άτονος]], [[χαλαρός]] (α. «σε μια [[προσήλωση]] ως κρατεί χαύνο το [[πνεύμα]]», Μαλακ.<br />β. «σύμπασιν δ' | |mltxt=-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πνευματικά [[νωθρός]], αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) [[άτονος]], [[χαλαρός]] (α. «σε μια [[προσήλωση]] ως κρατεί χαύνο το [[πνεύμα]]», Μαλακ.<br />β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι [[νόος]]», Σόλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αποχαυνωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[πλαδαρός]] («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν [[κωβίων]] σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, [[αραιός]]<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες) [[αδύναμος]], [[υποτονικός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />β) (<b>για πράγμ.</b>) [[μάταιος]] («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαύνως]] Α<br /><b>1.</b> [[χαλαρά]], νωθρά<br /><b>2.</b> ανόητα, [[κουτά]], βλακωδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[χαῦνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαFνος</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χαF</i>- της λ. [[χάος]], με [[επίθημα]] -<i>νος</i>, και τονίστηκε στην παραλήγουσα [[αντί]] του αναμενόμενου <i>χαυ</i>-<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Για το [[ζεύγος]] [[χάος]]: <i>χαῦ</i>-<i>νος</i> <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 28 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος
2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ.
β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι νόος», Σόλ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αποχαυνωμένος
μσν.-αρχ.
μαλακός, πλαδαρός («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβίων σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», Αθήν.)
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, αραιός
2. (για ξύλο) πορώδης
3. (για ενέργειες) αδύναμος, υποτονικός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής
β) (για πράγμ.) μάταιος («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον τέλος», Πίνδ.).
επίρρ...
χαύνως Α
1. χαλαρά, νωθρά
2. ανόητα, κουτά, βλακωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χαῦνος (< χαFνος) έχει σχηματιστεί από το θ. χαF- της λ. χάος, με επίθημα -νος, και τονίστηκε στην παραλήγουσα αντί του αναμενόμενου χαυ-νός (πρβλ. πυκ-νός, τερπ-νός). Για το ζεύγος χάος: χαῦ-νος πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.