τεταραγμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («τὰς ψυχάς [[τεταραγμένως]] διακεῑσθαι», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>τεταραγμένος</i> του [[ταράσσω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («τὰς ψυχάς [[τεταραγμένως]] διακεῖσθαι», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>τεταραγμένος</i> του [[ταράσσω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰραγμένως Medium diacritics: τεταραγμένως Low diacritics: τεταραγμένως Capitals: ΤΕΤΑΡΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tetaragménōs Transliteration B: tetaragmenōs Transliteration C: tetaragmenos Beta Code: tetaragme/nws

English (LSJ)

Adv., (ταράσσω) A confusedly, Pl.Lg.668e, Isoc.15.245, Epicur.Ep.1p.14U., J.Vit.17, Plu.Ant.37.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von ταράσσω, zerstreu't, unordentlich, Plat. Legg. II, 668 e.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰραγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ταράσσω, ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de ταράσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῖσθαι», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος του ταράσσω.

Greek Monotonic

τετᾰραγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., σε σύγχυση, σε ταραχή, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰραγμένως: ταράσσω в беспорядке, беспорядочно Isocr., Plat., Plut.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part.]
confusedly, Isocr.